Η Ευρώπη ονειρεύτηκε. Ονειρεύτηκε χιονισμένα βουνά, πυκνά δάση, πράσινους λόγους, ποτάμια, λίμνες και πόλεις. Ονειρεύτηκε μια χώρα, όπου οι άνθρωποι είχαν μάθει να πετούν όπως τα πουλιά και να κολυμπούν όπως τα ψάρια. Πτητικές συσκευές ανέβαιναν στον ουρανό σαν πυροτεχνήματα, ενώ κάτω ανάμεσα στα σπίτια υπήρχε κίνηση. Ψηλοί πύργοι και κτίρια συμβόλιζαν το πνεύμα ανακάλυψης των κατοίκων της. Οι διανοούμενοι εργάζονταν ώστε να βελτιώσουν την ζωή και να την κάνουν πιο ειρηνική. Είχε συναφθεί συμμαχία με σύμβολο 12 αστέρια, ώστε να μην ξεσπάσει ποτέ ξανά πόλεμος και βία. Ήταν ένα πνεύμα κάτω από τα βουνά, τα οποία συζητούσαν για μουσική και μεγάλα έργα τέχνης. Εφευρέσεις είχαν μετατρέψει την νύχτα σε μέρα και είχαν προσφέρει στον άνθρωπο μια ζωή χωρίς πείνα, δίψα, κρύο και ανάγκη. Τα πλοία ταξίδευαν με τη βοήθεια ενός μόνο ανθρώπου και υπήρχαν καράβια, με τα οποία μπορούσε κάποιος να φτάσει μέχρι τον πυθμένα της θάλασσας. Οι ξένοι γίνονταν δεκτοί σε αυτή τη χώρα, γιατί η φιλοξενία αποτελούσε υψηλή αξία. Η σχέση ανθρώπου και ζώου είχε επαναξιολογηθεί εδώ και λίγο καιρό. Ο άνθρωπος ένιωθε συμπόνια για το ον που υπέφερε. Μια άλλη και ίσως η σημαντικότερη αξία ήταν ότι ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος. Μια εξέχουσα προσωπικότητα το έθεσε ως εξής:: Ο άνθρωπος έχει δημιουργηθεί ελεύθερος, είναι ελεύθερος και δεν γεννιέται με αλυσίδες. Η κόρη του Βασιλιά φαντάστηκε εκείνη την νύχτα γάμου με τον Δία μια περήφανη, ελεύθερη και μορφωμένη χώρα, μια ήπειρο με πολλά πρόσωπα, όπου οι αντιθέσεις συνδέονται μεταξύ τους με πολύπλευρο τρόπο.
Όταν ξύπνησε η Ευρώπη είδε ότι περιτριγυριζόταν από βουκολικά τοπία, θάμνους, μέλλισες, ψάρια στην κοντινή λίμνη. Κάποιος έπαιζε φλάουτο: νύμφες που χοροπηδούσαν, όλα τα είδη κατσικιών, καρποί, ένας σαμπούκος, βελανιδιές, τις οποίες έπιανε κι έτριβε την παλάμη. Κορίτσια χόρευαν ανάλαφρα σε μαλακά λιβάδια λουλουδιών. Πλούσια δροσιά είχε πέσει σε ανθισμένα τριαντάφυλλα και στο μαλακό γρασίδι. Τσακάλια, λύκοι, λιοντάρια, μοσχάρια, ένας αρμένικος τίγρης, ναι, ακόμα και οι πέτρες κρυφάκουγαν τα τραγούδια του ποιμένα Θυρίδος. Άγρια ζώα και άνθρωποι έχουν ενωθεί με τη μαγική δύναμη της έγχορδης μουσικής. Το καλύτερο κρασί, γάλα που ρέει και ώριμα κάστανα, σταφύλια, ψωμί κι ένα κύπελλο, άρωμα από θυμάρι, άσπρα μυρωδάτα φύλλα σκόρδου, σύκα και χρυσά μήλα, ένα καταρράκτης πέφτει από ένα βράχο, μια πικέα βρίσκεται στην πηγή, βελανιδιές, βράχοι και ταμάριξ. Αλλά πού βρισκόταν ο Δίας; Δεν ήταν πλέον εκεί, ο Θεός την είχε παρατήσει: την είχε ξεχάσει μήπως; Ήταν σωστό να ακολουθήσει τον λευκό ταύρο, ο οποίος μύριζε κρόκο και ήταν στολισμένος με λουλούδια; Δεν θα ήταν καλύτερα να είχε μείνει στην γη των Φοινίκων, τον σημερινό Λίβανο, στη μητέρα της Τηλέφασσα, αυτή που φωτίζει πάντα, και στον πατέρα της Αγήνορα, γιο του Ποσειδώνα; Ήταν λάθος να διασχίσει τη θάλασσα στη ράχη του ταύρου, λάθος να σκαρφαλώσει σε νέες κορυφές, λάθος να κοιτάξει στο ανοικτό αντί να μείνει στην πατρίδα. Δεν ήταν σωστό να αγαπήσει τον Θεό στην Κρήτη κάτω από τον πλάτανο, το πάντα πράσινο δέντρο. Έτρεμαν τα γόνατα και η καρδιά της. Έπεσε πάλι σε ανήσυχο ύπνο στη μεγάλη θάλασσα του Είναι (gran mar dell΄ essere). Πώς είμαι διαφορετική από το ρεύμα, αφού βυθίζομαι στα κύματά του και χάνω μέσα σε αυτό τις σκέψεις μου;
Αυτή τη φορά ονειρεύτηκε πολέμους και γκρίζο. Κλέβουν, καίνε, βιάζουν, πρώτα στη δική της και μετά σε ξένη χώρα. Αναπαράγουν υβρίδια και κάνουν λόγο για αιώνια ζωή χωρίς θάνατο, όμως μόνο για το δικό τους καλό. Οι άλλοι υποφέρουν. Οι ιπτάμενες μηχανές πετούν θανατηφόρα φορτία σε ανθρώπους, ζώα και φυτά: καρδιά του σκότους, Είμαι η πύλη της πόλης του πόνου. Είμαι η πύλη του αιώνιου μαρτυρίου... όποιος εισέρχεται εδώ πρέπει να εγκαταλείψει κάθε ελπίδα! Ο ουρανός που ήταν το σύμβολο της θεϊκής ειρήνης βρέχει τώρα θάνατο. Και στην θάλασσα από άμμο βυθίστηκε μια βροχή / Από πλατιές σπίθες σε αργές πτώσεις, ... έτσι έπεφτε η αιώνια φωτιά, / ... καημένα χέρια! καμιά φορά δεν βρήκε ησυχία ο χορός της, σύντομα εδώ, σύντομα εκεί / πετάνε πάντα νέα μαρτύρια. Από τις αίθουσες ακούγονται κραυγές. Μια γκριμάτσα φωνάζει στο μικρόφωνο, βιάζεται, πιέζει, δείχνει με το δάκτυλο το ρολόι. «Ο χρόνος είναι χρήμα και το χρήμα είναι ενέργεια!» Τα σώματα ήταν γυμνά και παραμορφωμένα από τις δυνάμεις που ασκούνταν πάνω τους. Μέσα από τις φλόγες πρόβαλλαν χέρια, ένας μακρύς λαιμός, το πηγούνι και τα γεμάτα τρόμο πρόσωπα, δαιμονικός κόσμος όπου τα σώματα ανθρώπων και ζώων κινούνταν φοβισμένα προς τα πάνω. Τι είχε συμβεί, προς τι ο εφιάλτης αυτός; Προς τι αυτή η καταδίκη; Δεν υπάρχει τίποτα πιο καταστροφικό από τον ίδιο τον άνθρωπο! Χωρούσε ακόμα η ποίηση στον κόσμο αυτό; Μόνο ανόητοι μόνο ποιητές. Ποιός φόβος κατέβαλε ξαφνικά την Ευρώπη; Στην ερώτηση αυτή δεν ήξερε κανείς την απάντηση, αλλά όλοι συμφωνούσαν ότι ο εφιάλτης έπρεπε να τελειώσει.
Η Ευρώπη ξύπνησε και ο Δίας επέστρεψε, του έδωσε τρεις γιους, τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ και τον Σαρπηδόνα. Εκείνος της πρόσφερε τρία δώρα: ένα δόρυ που πετύχαινε πάντα το στόχο του, τον γρηγορότερο σκύλο του κόσμου, τον Λαίλαπα, και τον Τάλο, τον άνθρωπο του μπρούντζου, ο οποίος καθημερινά διέσχιζε την Κρήτη και κυνηγούσε εχθρούς. Τελικά η Ευρώπη έγινε σύζυγος του βασιλιά της Κρήτης Αστερίωνα, στον οποίο έδωσε κόρη την Κρήτη. Ο Αστερίωνας υιοθέτησε τους γιους της κι έχρισε κληρονόμο τον Μίνωα. Όταν ο πατέρας της Ευρώπης Αγήνορας έστειλε τους γιους του με την εντολή να επιστρέψουν μόνο με την Ευρώπη, δεν τους ξαναείδε ποτέ. Ο Μίνωας έγινε βασιλιάς της Κρήτης μετά από έναν καυγά με τους αδερφούς του. Αφού ζήτησε από τον Ποσειδώνα ένα ζώο για θυσία κι εκείνος του έστειλε έναν εντυπωσιακό ταύρο, τον οποίο ο Μίνωας δεν ήθελε να θυσιάσει λόφω της ομορφιάς του, ερωτεύθηκε η κόρη του Ήλιου και σύζυγος του Μίνωα Πασιφάη με τον ταύρο. Η Πασιφάη διέταξε τον Αθηναίο τεχνίτη Δαίδαλο να κατασκευάσει ένα κούφιο ξύλινο ομοίωμα αγελάδας, όπου κρύφτηκε εκείνη και ζευγάρωσε με τον ταύρο. Η Πασιφάη είχε πολλά παιδιά με τον Μίνωα: τον Κατρέα, τον Δευκαλίωνα, τον Γλαύκο, τον Ανδρόγεο, την Ακάλλη, την Αριάδνη, την Φαίδρα και την Ξενοδίκη. Με την ένωσή της με τον ταύρο γεννήθηκε το τέρας Μινώταυρος, ο οποίος είχε κεφάλη ταύρου και σώμα ανθρώπου. Ο Μίνωας ντράπηκε κι έδωσε εντολή στο Δαίδαλο να χτίσει έναν υπόγειο Λαβύρινθο, όπου έκρυψε τον Μινώταυρο. Ο Μίνωας έβαλε ως στόχο να εξουσιάσει θάλασσες και χώρες.
Ο Λαβύρινθος ήταν ένα δίκτυο από υπόγειους διαδρόμους με μια και μοναδική είσοδο. Όποιος έμπαινε σε αυτόν δεν μπορούσε να ξαναβγεί. Ο Μινώταυρος ζούσε στο κέντρο των εγκαταστάσεων. Τρεφόταν με ανθρώπινο κρέας, το οποίο ζητούσε ο Μίνωας από τους Αθηναίους, στους οποίους ασκούσε εξουσία: Έπρεπε να του στέλνουν κάθε 9 χρόνια ως φόρο τιμής 7 νέους κι 7 παρθένες, τους οποίους έτρωγε το τέρας, μέχρι που ο μεγαλύτερος ήρωας των Αθηναίων, ο Θησέας, γιος του Θεού Ποσειδώνα και της κόρης του Πιτθέα Αίθεα, με τη βοήθεια του Δαιδάλου και της Αριάδνης, η οποία του έδωσε το μίτο για να μπορέσει να βγει ξανά από τον Λαβύρινθο, το σκότωσε. Όταν ο Μίνωας ανακάλυψε την προδοσία του Δαιδάλου τον έκλεισε μαζί με το γιο του Ίκαρο στον Λαβύρινθο. Η ανάγκη όμως έσωσε τον Δαίδαλο! Κατασκεύασε από κερί φτερούγες, τις οποίες στερέωσε ώστε να μπορούν να πετάξουν σαν πουλιά. Πριν ξεκινήσουν τόνισε στον γιο του ότι δεν έπρεπε να πετάξει ούτε πολύ ψηλά ούτε χαμηλά, γιατί κοντά στον ήλιο θα έλιωνε το κερί και κοντά στο νερό θα βάραιναν τα φτερά. Πέταξαν βορειοανατολικά, πάνω από την Πάρο, τη Δήλο και την Σάμο, αλλά κάποια στιγμή ο Ίκαρος πήρε θάρρος και πέταξε πιο ψηλά. Πλησίασε τον ήλιο, το κερί στις φτερούγες έλιωσε κι έπεσε στη θάλασσα. Ο Δαίδαλος, αθηναίος εφευρέτης, ζωγράφος και τεχνίτης, του οποίου το όνομα σήμαινε «πολυμήχανος», προσγειώθηκε στο νησί, το οποίο τώρα ονομάζεται Ικαρία.